- λιμενοδείκτης
- οναυτικό βιβλίο παλαιότερων εποχών, στο οποίο περιέχονταν λεπτομερείς λιμενικοί χάρτες και περιγραφές ακτών, λιμένων και όρμων, καθώς και οδηγίες χρήσιμες στους ναυτιλλομένους, κν. πορτολάνο(ς).[ΕΤΥΜΟΛ. < λιμήν, -ένος + δείκτης. Ο τ. είναι απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. ιταλ. portolano. Η λ. μαρτυρείται από το 1866 από τον Κ. Σάθα στο περ. Χρυσαλλίς].
Dictionary of Greek. 2013.