λιμενοδείκτης

λιμενοδείκτης
ο
ναυτικό βιβλίο παλαιότερων εποχών, στο οποίο περιέχονταν λεπτομερείς λιμενικοί χάρτες και περιγραφές ακτών, λιμένων και όρμων, καθώς και οδηγίες χρήσιμες στους ναυτιλλομένους, κν. πορτολάνο(ς).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιμήν, -ένος + δείκτης. Ο τ. είναι απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. ιταλ. portolano. Η λ. μαρτυρείται από το 1866 από τον Κ. Σάθα στο περ. Χρυσαλλίς].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • λιμένας — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 5 μ., 35 κάτ.) της Χίου. Βρίσκεται στη νοτιοδυτική ακτή του νησιού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μαστιχοχωρίων του νομού Χίου. Μέχρι το 1981 ονομαζόταν Πασά Λιμάνι. * * * και λιμήν, ο (AM λιμήν, ένος) 1. φυσική ή τεχνητή …   Dictionary of Greek

  • λιμενολόγιο — το λιμενοδείκτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιμήν, ένος + περιληπτ. κατάλ. λόγιο (< λόγος < λέγω), πρβλ. ευχο λόγιο, ημερο λόγιο] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”